έγκληση

έγκληση
Η έκφραση της θέλησης για την εκδίωξη μιας αξιόποινης πράξης. Για τον σκοπό αυτό γίνεται προσφυγή στην αρμόδια δημόσια αρχή (αστυνομία, εισαγγελέα) από τον παθόντα. Υπάρχουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες προσβάλλουν τα συγκεκριμένα άτομα, χαρακτηρίζονται ως ιδιωτικού κυρίως ενδιαφέροντος και διώκονται μόνο ύστερα από σχετική έ. του παθόντα, για παράδειγμα, εξύβριση, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, αυτοδικία, ελαφριά σωματική βλάβη, αποπλάνηση ανηλίκου (αν δεν έχει προκληθεί σκάνδαλο) κλπ. Τα σοβαρότερα αδικήματα, όμως, διώκονται με την πρωτοβουλία των διωκτικών αρχών (αυτεπάγγελτα), ανεξάρτητα από την έ. του παθόντα. Αυτό συμβαίνει επειδή, παρά το γεγονός ότι στρέφονται εναντίον ατόμου (π.χ. ανθρωποκτονία, απάτη, κλοπή, υπεξαίρεση, εκτός από την περίπτωση που οι τρεις τελευταίες χαρακτηρίζονται ως ευτελούς αξίας), αφορούν το δημόσιο συμφέρον, ενώ παράλληλα η δίωξη και η τιμωρία τους εντάσσεται στη λειτουργία της ειδικής και γενικής πρόληψης των εγκλημάτων. Όταν η πράξη διώκεται μόνο μετά την έ., πρέπει αυτή να υποβάλλεται με τη νόμιμη διαδικασία μέσα σε τρεις μήνες. Είναι δυνατόν να γίνει ανάκληση της έ. μέχρι την αμετάκλητη απόφαση του δικαστηρίου, οπότε παύει οριστικά η ποινική δίωξη, αν η ανάκληση γίνει δεκτή και από τον κατηγορούμενο, ο οποίος μπορεί να επιμείνει στην εκδίκαση για να αποδείξει την τυχόν αθωότητά του.
* * *
η (Α ἔγκλησις)
μήνυση την οποία υποβάλλει ο παθών ή όποιος δικαιούται να τήν υποβάλει για αξιόποινη πράξη που δεν διώκεται αυτεπαγγέλτως
αρχ.
1. κατηγορία, καταγγελία
2. μομφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έγκληση — η 1. κατηγορία, καταγγελία, μήνυση. 2. (νομ.), μήνυση που γίνεται από το θύμα ή από όποιον έχει δικαίωμα, για αξιόποινη πράξη που δε διώκεται αυτεπάγγελτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μήνυση — (Νομ.). Η από μέρους του παθόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταγγελία στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (εισαγγελέα, αστυνομία κ.ά.) μιας αξιόποινης πράξης, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

  • αυτοδικία — Αξιόποινο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Συνίσταται στην ικανοποίηση από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο (αυτογνώμονα) μιας αξίωσης σχετικά με δικαίωμα που έχει πραγματικά ή οικειοποιείται με την… …   Dictionary of Greek

  • βούλευμα — Έτσι ονομάζεται στη νομική επιστήμη η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου. Αφορά ποινικές υποθέσεις που διεκπεραιώνονται χωρίς να φτάσουν στο ακροατήριο, δηλαδή σε κανονική δίκη, και άλλες που η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο γίνεται με β., το… …   Dictionary of Greek

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • δίωξη — Η διενέργεια ανακριτικών πράξεων εναντίον ενός προσώπου. Στη νομική έννοια της δ., διακρίνουμε την ποινική και την πειθαρχική. ποινική δ.Αφορά τους δράστες των παραβάσεων των ποινικών νόμων. Ασκείται στο όνομα της πολιτείας από τον εισαγγελέα των …   Dictionary of Greek

  • δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες …   Dictionary of Greek

  • εγκλητικός — ή, ό (ΑΜ ἐγκλητικός, ή, όν) αυτός που αναφέρεται στην έγκληση αρχ. πρόθυμος να υποβάλει μηνύσεις, φιλόδικος …   Dictionary of Greek

  • ποινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποινή, η οποία επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη 2. (ειδικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια 3. το αρσ. ως ουσ. ο ποινικός ο κρατούμενος στη …   Dictionary of Greek

  • προσάγγελμα — έλματος, τὸ, Α [προσαγγέλλω] 1. αγγελία, ανακοίνωση 2. κατηγορία, έγκληση στο δικαστήριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”